- φωτερό
- τό1) слуховое окно; 2):
τα φωτερά — прост, гляделки, фары
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα φωτερά — прост, гляделки, фары
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που φωτίζεται καλά, πολύ φωτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτερό φεγγίτης 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωτερά ειρων. τα μάτια («άνοιξε τα φωτερά σου επιτέλους!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φως, φωτός + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, σκι ερός)] … Dictionary of Greek
φεγγίτης — ο 1. άνοιγμα κυκλικό ή ορθογώνιο ή ελλειψοειδές, συνήθως τζαμωτό, στη στέγη ή στο επάνω μέρος τοίχου, για να φωτίζονται και να αερίζονται βοηθητικοί χώροι οικοδομής, ο φωταγωγός, το φωτερό. 2. το πάνω από τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες τζαμωτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωταγωγός — ο άνοιγμα σε τοίχο, φωτερό, φεγγίτης ή κενός χώρος στο εσωτερικό οικοδομής για το φωτισμό των εσωτερικών διαμερισμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτερός — ή, ό 1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτεινός: Φωτερά σκοτάδια (Γ. Δροσίνης). 2. το ουδ. εν. ως ουσ., φωτερό ο φεγγίτης (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτερά τα μάτια, οι οφθαλμοί (σε φράση ειρωνική ή κατάρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)